- επιφυλλιδογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφυλλίδα ή στον επιφυλλιδογράφο.επίρρ...επιφυλλιδογραφικώς και -άκατά τον τρόπο που γράφεται η επιφυλλίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.